- κακόκαρδος
- -η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιό-καρδος, μικρό-καρδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόκαρδος — η, ο επίρρ. α κακοκαρδισμένος, στενοχωρημένος: Με όλα όσα συνέβησαν σήμερα είμαι κακόκαρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοκαρδίζω — (Μ κακοκαρδίζω) [κακόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να λυπηθεί, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) χάνω το κέφι μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι … Dictionary of Greek
κακοκαρδώ — (Μ κακοκαρδῶ, έω) [κακόκαρδος] λυπάμαι, στενοχωριέμαι … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κελαινόφρων — κελαινόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. βαρύ φρων, καρτερό φρων)] … Dictionary of Greek